σκολίωσις

σκολίωσις
σκολῐ-ωσις, εως, ,
A obliquity, ῥινός, τραχήλου, Sor.Fract.11, Gal.17(2).709 (pl.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκολίωσις — obliquity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολιώσεις — σκολίωσις obliquity fem nom/voc pl (attic epic) σκολίωσις obliquity fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολιώσεσιν — σκολίωσις obliquity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολίωσιν — σκολίωσις obliquity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφοσκολίωση — η ιατρ. παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης και ειδικά τής θωρακικής μοίρας της, που συνίσταται σε συνδυασμό επίτασης τής φυσιολογικής κυρτότητάς της προς τα πίσω με πλάγια, δεξιά ή αριστερή, παρέκκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι …   Dictionary of Greek

  • σκολιώσεως — σκολιώσεω̆ς , σκολίωσις obliquity fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”